γελάει

γελάει
γελάω
laugh
pres ind mp 2nd sg (epic)
γελάω
laugh
pres ind act 3rd sg (epic)
γελάω
laugh
fut ind mid 2nd sg (epic)
γελάω
laugh
fut ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγέλαστος — Επώνυμο δύο αξιωματούχων του Βυζαντίου. 1. Γεώργιος (14ος αι.). Ένας από τους πέντε επιτρόπους (δεπουτάτους) της Χίου, που το 1346 αντιστάθηκαν γενναία στην επίθεση των Γενουατών. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν το… …   Dictionary of Greek

  • έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ …   Dictionary of Greek

  • γελασίνος — ο (θηλ. νη, η) (AM) 1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός 2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες) τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες 3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῑναι τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε β) τα λακκάκια …   Dictionary of Greek

  • γελαστικός — ή, ό (Α γελαστικός, ή, όν) αυτός που γελάει εύκολα, ο φιλόγελως νεοελλ. εκείνος που προκαλεί γέλιο …   Dictionary of Greek

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • γλυκόγελος — η, ο αυτός που γελάει γλυκά …   Dictionary of Greek

  • δακρύγελως — ( ωτος), ο το να δακρύζει και να γελάει κανείς ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + γέλως. Για τον σχηματισμό πρβλ. κλαυσίγελως] …   Dictionary of Greek

  • ηδύγελως — ἡδύγελως, ω, ὁ, ἡ, ήδύγελων, το (Α) αυτός που γελάει γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γέλως «γέλιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”